- σαγίζω
- μετ. седлать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαγίζω — και σαΐζω Ν [σαγή] τοποθετώ σαμάρι ή σέλα στο υποζύγιο, σαμαρώνω, σελώνω … Dictionary of Greek
σαγίζω — σάγισα, σαμαρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαΐζω — Ν βλ. σαγίζω … Dictionary of Greek
σαΐζω — βλ. σαγίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)